Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Ξύλινα αμαξάκια με κίνηση



"Αυτά τα οχήματα που βλέπετε κυρίες και κύριοι" φώναξε μετρώντας τις αναπνοές του ο θηριοδαμαστής που εκτελούσε και χρέη παρουσιαστή εκείνο το βράδυ στην παράσταση, "αυτά τα οχήματα κυρίες και κύριοι βγήκαν τόσο βιαστικά από τις σελίδες του βιβλίου της αγαπημένης μου κορούλας που δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν πλήρως τις τρεις τους διαστάσεις".
Όλα τα φώτα στις εξέδρες αλλά και στη μεγάλη πλατεία κάτω από τη τέντα του τσίρκου είχανε σβήσει. Μόνο το κανονάκι έριχνε ένα λευκό φως επάνω στον θηριοδαμαστή αναδεικνύοντας τις ρυτίδες αγωνίας που με τον καιρό είχανε αποτυπωθεί μόνιμα επάνω στο πρόσωπό του. Εντωμεταξύ όλος ο θίασος είχε συγκεντρωθεί κοντά του, ο ένας δίπλα από τον άλλο, λίγο πιο πέρα από τον φωτεινό του κύκλο.
"Και όπως συμβαίνει κάθε φορά... κάθε φορά στην τελευταία μας παράσταση, αφού πρώτα σας ευχαριστήσουμε για το ζεστό σας χειροκρότημα, θα αποχωρήσουμε με τον δικό μας τρόπο, τον ίδιο που μας έφερε κοντά σας πριν από λίγο καιρό. Έπειτα τα φώτα θα ανάψουν για να αποχωρίσετε σιγά σιγά, κρατώντας για πάντα μέσα σας τη μαγεία αυτής της παράξενης νύχτας. Για πάντα". Έκανε μία βαθιά υπόκλιση, βγήκε από τον κύκλο του, έδωσε το χέρι στο κοριτσάκι που στέκονταν κοντά του και προχώρησαν προς τα οχήματα. Το ίδιο έπραξαν και τα άλλα μέλη του θιάσου κάτω από τα κόκκινα φώτα της τέντας που τώρα είχανε ανάψει κι έφεγγαν με την ένταση της Αυγουστιάτικης πανσέληνου.
Όταν τα ξύλινα αμάξια ξεκίνησαν με τον θίασο στο εσωτερικό τους, ένα νοσταλγικό βαλς άρχισε να ακούγεται από τα θεόρατα ηχεία του τσίρκου κι ο κόσμος σηκώθηκε από τις θέσεις του και άρχισε να χειροκροτά... και χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν τον λόγο δάκρυα γέμισαν τα μάτια τους κι ένα λυτρωτικό κλάμα άρχισε να βγάζει από μέσα τους ότι τους βάραινε τα τελευταία χρόνια.
Με πολύ αργή κίνηση τα αμάξια πήγαιναν το ένα πίσω από το άλλο, στη χωμάτινη περίμετρο της μεγάλης πλατείας, κάτω από την υφασμάτινη τέντα, ενώ ο ήχος της μουσικής δυνάμωνε μαζί με το χειροκρότημα, μαζί και με το κλάμα των θεατών, όσο εκείνα συρρικνώνονταν, όσο εκείνα μίκραιναν, μίκραιναν μίκραιναν... μέχρι το τέλος του τρίτου κύκλου που είχανε φτάσει στο μέγεθος μιας παλάμης... Και συνέχισαν τη πορεία τους προς το κέντρο της πλατείας, εκεί που το μικρό κορίτσι είχε αφήσει ανοιχτό το αγαπημένο του βιβλίο. Όταν έφτασαν κοντά του σκαρφάλωσαν επάνω του και χάθηκαν μέσα στις σελίδες.
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας. Εάν μοιραζόσασταν αυτή την ανάρτηση και με άλλους θα επιβραβεύατε την προσπάθειά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου