"Θα κοιταζόμαστε στα μάτια κι όποιος γελάσει πρώτος χάνει" της είχε πει κάποτε ο Πίτερ κι έμειναν ασάλευτοι δίχως να αναπνέουν, την ώρα που ξεπρόβαλε το πρώτο αστέρι στον ουρανό της χώρας του Ποτέ-Ποτέ, το αστέρι που έδινε κάθε φορά το σύνθημα και στα υπόλοιπα για να ξεχυθούν και να γεμίσουν το απέραντο γαλάζιο, την ίδια ώρα που άρχισε να αλλάζει αποχρώσεις ο ουρανός από κόκκινες σε βυσσινί, από βυσσινί σε σε μοβ, από μοβ σε λιλά, μέχρι που η νύχτα επέβαλε το δικό της μαύρο προσφέροντας μοναδικό φόντο στο φως των αστεριών.
Τη νύχτα εκείνη μία ανεξήγητη αγωνία κυρίευσε τον κάπτεν Χουκ. Οι πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά του ήταν συγκεχυμένες, ακατανόητες. Ο μισητός εχθρός του είχε μαρμαρώσει; Ήταν αλήθεια αυτό; Όχι! Δεν μπορούσε να ανεχθεί κάτι τέτοιο. Ο μόνος λόγος που θα γέμιζε με σιωπή αυτό το αναιδέστατο αγόρι ήταν το τρομερό σπαθί του και τίποτε άλλο! Φώναζε με οργή όπως φωνάζουν οι άγριοι πειρατές, έπιανε άδεια βαρέλια και τα έριχνε στη θάλασσα για να ξεσπάσει τον θυμό του, κλώτσαγε ξύλινους κουβάδες που είχαν ξεχαστεί στο κατάστρωμα του πλοίου κι απειλούσε Θεούς και δαίμονες θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να κρύψει τον φόβο και την απέραντη μοναξιά που άρχισε να απλώνεται μέσα του.
"Όχι βρομόπαιδο... δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό" ήθελε να ουρλιάξει στο ασάλευτο πρόσωπο του αγοριού κι έβαλε τους καλύτερους ναυτικούς να τραβήξουν κουπί για να φτάσει όσο το δυνατό γρηγορότερα μπροστά του. Ήξερε πως αυτό το ανόητο παιχνίδι θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα αφού κανένα από τα δύο αντιπαθέστατα πλάσματα δεν θα έκανε πίσω. Το πείσμα τους ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσαν να μείνουν ασάλευτοι για πάντα.
Το ολόγιομο φεγγάρι καθρεφτίζονταν στην απέραντη θάλασσα και οι κορυφές των κυμάτων χρωματίζονταν με το ασημένιο του φως. Παράλληλα με τη πορεία της βάρκας οι γοργόνες τσαλαβουτούσαν και χάνονταν στο νερό σαν παιχνιδιάρικα δελφίνια που τα είχε μαγέψει το φεγγάρι. Κι ένα παράξενο τραγούδι ακούγονταν διακεκομμένο από τα στόματά τους όποτε εμφανίζονταν στην επιφάνεια, στον αέρα και μέχρι να ξαναχαθούν κάτω από τα ασημένια κύματα της Θάλασσας. Και τότε ήταν που ο καπετάνιος διέταξε τους έξι ναυτικούς του να παρατήσουν τα κουπιά και να βουλώσουν τα αυτιά τους για να μπορέσει να φωνάξει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του: "Σε χρειάζομαι Πίτερ! Μη με αφήνεις μόνο μου σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο των ονείρων! Έλα και πάλι πίσω!". Και τότε ήταν που ακούστηκε το γέλιο του Πήτερ Παν. Κι αμέσως μετά η φωνή της Τίνκερμπελ να λέει: "Έχασες Πίτερ! Έχασες!".
"Βρομόπαιδο... πόσο πιο χαμηλά θα πέσω ακόμη;..."
"Ααααχααααχαααχααα.... Κι εγώ σε αγαπώ Χουουκ!"
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας. Εάν μοιραζόσασταν αυτή την ανάρτηση και με άλλους θα επιβραβεύατε την προσπάθειά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου